- σκαραβαίος
- ο1. έντομο κολεόπτερο, κάνθαρος.2. κόσμημα από πολύτιμο λίθο ή γυαλί σε σχήμα σκαραβαίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκαραβαίος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται κοινά πολλά κολεόπτερα έντομα, που θα έπρεπε να περιορίζεται μόνο στους εκπρόσωπους της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Στο παρελθόν, τα έντομα που χαρακτηρίζονταν από τα ελάσματα με τα οποία είναι προικισμένα τα… … Dictionary of Greek
карапуз — коропуз, карапузик, также в знач. жучок . Как сообщает Соболевский (РФВ 70, 79), это слово отсутствует в соврем. диал. и в стар. именах, в связи с чем он рассматривает его как преобразование франц. crapoussin карапузик , сблизившегося с пузо (так … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Liste Des Surnoms De La Volkswagen Type 1 — La Volkswagen Type 1, appelée en France coccinelle, a été produite et vendue dans de nombreux pays. Avant guerre, lors de sa conception, elle portait le nom de KdF Wagen (Kraf durch Freude, soit « Force par la Joie »). Après guerre, on… … Wikipédia en Français
Liste des surnoms de la Volkswagen Type 1 — La Volkswagen Type 1, appelée en France coccinelle, a été produite et vendue dans de nombreux pays. Avant guerre, lors de sa conception, elle portait le nom de KdF Wagen (Kraf durch Freude, soit « Force par la Joie »). Après guerre, on… … Wikipédia en Français
Liste des surnoms de la volkswagen type 1 — La Volkswagen Type 1, appelée en France coccinelle, a été produite et vendue dans de nombreux pays. Avant guerre, lors de sa conception, elle portait le nom de KdF Wagen (Kraf durch Freude, soit « Force par la Joie »). Après guerre, on… … Wikipédia en Français
ατευχής — (ateuchus). Γένος κοπροφάγων εντόμων της οικογένειας των σκαραβαιιδών. Ζουν κυρίως στην Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται μεταξύ 2 4 εκ. Έχουν έλυτρα, που ανοίγουν σαν φύλλα βιβλίου, και χρώματα με ωραίες… … Dictionary of Greek
γνώριμος — η, ο (AM γνώριμος, ον) 1. γνωστός, αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος 2. οικείος, εκείνος με τον οποίο έχει κάποιος φιλικές σχέσεις νεοελλ. χρυσοπράσινος σκαραβαίος με λευκά στίγματα αρχ. Ι. 1. μαθητής, οπαδός 2. συγγενής 3. διακεκριμένος, διάσημος … Dictionary of Greek
γολίαθος — ο μεγάλος σκαραβαίος τής Αφρικής … Dictionary of Greek
δυνάστης — (dynastes). Γένος μεγάλων σκαραβαίων της τροπικής Αμερικής. Ανήκει στην οικογένεια των σκαραβαιιδών και είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κολεόπτερα έντομα. Το έντομο αυτό παρουσιάζει έντονα χαρακτηριστικά φυλετικού διμορφισμού (βλ. λ.). Το αρσενικό … Dictionary of Greek
κάνθαρος — Τύπος αγγείου πόσης κατά την αρχαιότητα. Το κυρίως σώμα του κ. στηριζόταν σε ένα ψηλό πόδι, φέροντας από τη μία και την άλλη πλευρά δύο μεγάλες καμπυλωτές λαβές. Κατασκευαζόταν από άργιλο ή ορείχαλκο και ήταν πολύ διαδεδομένο στη Βοιωτία, στην… … Dictionary of Greek